- νιχιλισμός
- ο(λ. λατ.), η άρνηση κάθε αξίας στο χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλ. μηδενισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νιχιλισμός — Βλ. λ. μηδενισμός. * * * ο (φιλοσ.) μηδενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Nihilism < λατ. nihil «μηδέν»] … Dictionary of Greek
μηδενισμός ή νιχιλισμός — (nihilisme, από το λατινικό nihil = μηδέν, τίποτα). Όρος που έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα Πατέρες και παιδιά (1862) του Τουργκένιεφ, ενώ καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης, καθώς και την επαναστατική… … Dictionary of Greek
μηδενισμός — ο 1. η βαθμολόγηση με μηδέν: Ο κριτής τον τιμώρησε με μηδενισμό. 2. φιλοσοφική θεωρία που αρνείται όλες τις αξίες, ο νιχιλισμός: Πολιτικός μηδενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)